- ῥυπαρόβιος
- ῥυπαρόβιοςof sordid lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρυπαρόβιος — α, ο / ῥυπαρόβιος, ον, ΝΜΑ αυτός που διάγει βρόμικο, ανήθικο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + βιος (< βίος), πρβλ. μακρό βιος] … Dictionary of Greek
ῥυπαροβίων — ῥυπαρόβιος of sordid life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
ρυπαροδίαιτος — ον, Μ εκκλ. αυτός που κάνει βρόμικη, ανήθικη ζωή, ο βουτηγμένος στην αμαρτία, ο ρυπαρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek